- ἑσπερίαν
- ἑσπερίᾱν , ἑσπέριοςtowards eveningfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑσπεριᾶν — Ἑσπέριος towards evening masc/fem gen pl (doric) Ἑσπερία the Western land fem gen pl (doric aeolic) Ἑσπερίη fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπεριᾶν — ἑσπέριος towards evening masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑσπερίαν — Ἑσπερίᾱν , Ἑσπέριος towards evening fem acc sg (attic doric aeolic) Ἑσπερίᾱν , Ἑσπερία the Western land fem acc sg (attic doric aeolic) Ἑσπερίᾱν , Ἑσπερίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβοδιέξοδος — κολοβοδιέξοδος, ον (Α) (για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω τής ανατολής και τής δύσης τού Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν … Dictionary of Greek